- Ἱππίεω
- Ἱππίεω̆ , Ἱππίηςmasc gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱππίεω — ἱππίεω̆ , ἱππίας masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενταύθα — (AM ἐνταῡθα, Α ιων. τ. ἐνθαῡτα και ἐντοῡθα) επίρρ. (για τόπο) εδώ, στο ίδιο μέρος αρχ. μσν. σ αυτόν τον υλικό κόσμο (αντιθ. εκεί ο ιδεώδης κόσμος) αρχ. 1. (με ρήμ. κινήσεως) προς τα εδώ («μηδέ σε δαίμων ἐνταῡθα τρέψειε», Ομ. Ιλ.) 2. (με γεν.… … Dictionary of Greek
τυραννεύω — ΜΑ μσν. φέρνω πόλεμο σε κάποιον αρχ. 1. είμαι, διατελώ τύραννος πόλης («Ἱππίεω τυραννεύοντος», Ηρόδ.) 2. υπερτερώ, υπερέχω («τυραννεύουσα τῷ κάλλει τῶν ὀμμάτων μίαν αὐτοῑς εἰργάζετο τάσιν τὴν πρὸς αὐτήν», Λιβάν.) 3. μτφ. συμπεριφέρομαι σαν… … Dictionary of Greek